Στην αρχαιότητα η άθληση είχε χαρακτήρα απολύτως αρσενικό, καθώς στους διάφορους αγώνες δικαίωμα συμμετοχής είχαν μόνο οι άντρες, ενώ η παρουσία γυναικών απαγορευόταν δια ροπάλου, ακόμη και στην κερκίδα ως θεατές. Η ποινή του θανάτου που απειλούσε τις παραβάτιδες έδειχνε τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετώπιζαν το θέμα οι αρχαίοι μας πρόγονοι, ωστόσο το παράδειγμα της Καλλιπάτειρας μας έδειξε πως σε κάθε κανόνα υπήρχαν οι εξαιρέσεις...
Η Καλλιπάτειρα από τη Ρόδο ανήκε σε μια σπουδαία αθλητική οικογένεια, καθώς πατέρας της ήταν ο ολυμπιονίκης Διαγόρας και αδέρφια της οι εξίσου ολυμπιονίκες Δαμάγητος, Ακουσίλαος και Δωριέας. Με μια τέτοια οικογένεια, δεν θα μπορούσε παρά να γεννήσει και να μεγαλώσει έναν σπουδαίο αθλητή, τον Πεισίρροδο, ο οποίος διακρινόταν στην πάλη χωρίς όμως να έχει ακόμη κερδίσει τον τίτλο του νικητή στην Ολυμπία.
Όταν ήρθε η ώρα για τον Πεισίρροδο να αγωνιστεί στους ολυμπιακούς, γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα προ Χριστού, η μητέρα του δεν μπορούσε να κρατηθεί μακριά από το στάδιο, παρά τον κίνδυνο της εσχάτης τιμωρίας που προέβλεπε να γκρεμιστεί από το όρος Τυπαίο! 'Ετσι η γεναία Ροδίτισσα μεταμφιέστηκε σε γυμναστή και παρακολούθησε τους αγώνες του γιου της. Ωστόσο όταν αυτός κατακέρδισε όλους τους αντιπάλους του και στέφθηκε ολυμπιονίκης, η μητέρα του πάνω στον ενθουσιασμό της αποκαλύφθηκε και συνελήφθη. Οδηγήθηκε λοιπόν στους Ελλανοδίκες, τους τότε "αθλητικούς" δικαστές με σκοπό να της επιβληθεί η θανατική ποινή. Ωστόσο το σπουδαίο όνομα της οικογένειας της, επηρέασε την απόφαση των σκληρών δικαστών και τελικά της χαρίστηκε η ζωή!
Έτσι η Καλλιπάτειρα ήταν η μόνη γυναίκα που μπόρεσε και παραβρέθηκε στην μεγάλη αυτή γιορτή του αθλητισμού στην αρχαία Ελλάδα κερδίζοντας την αθανασία για το κατόρθωμά της αυτό.
Την ιστορία της την γνωρίζουμε με λεπτομέρειες χάρη στην περιγραφή του περιηγητή Παυσανία, ενώ ένα λιθαράκι προς την αθανασία έβαλε και ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης το 1895 με ένα εξαιρετικό ποιήμα του αφιερωμένο σε αυτήν...
Καλλιπάτειρα
«Ἀρχόντισσα Ροδίτισσα, πῶς μπῆκες;
Γυναῖκες διώχνει μιὰ συνήθεια ἀρχαία
Ἐδῶθε.» «Ἔχω ἕνα ἀνίψι, τὸν Εὐκλέα,
Τρία ἀδέρφια, γιό, πατέρα, Ὀλυμπιονίκες
Νὰ μὲ ἀφήσετε πρέπει, Ἑλλανοδίκες,
Καὶ ἐγὼ νὰ καμαρώσω μὲς τὰ ὡραῖα
Κορμιά, ποῦ γιὰ τὸ ἀγρίλι τοῦ Ἡρακλέα
Παλαίβουν, θιαμαστὲς ψυχὲς ἀντρίκειες.
Μὲ τὲς ἄλλες γυναῖκες δὲν εἶμ’ ὅμοια
Στὸν αἰῶνα τὸ σόϊ μου θὰ φαντάζει
Μὲ τῆς ἀντρειᾶς τ’ ἀμάραντα προνόμια
Μὲ μάλαμα γραμμένο τὸ δοξάζει
Σὲ ἀστραφτερὸ κατεβατὸ μαρμάρου
Ὕμνος χρυσός, τοῦ ἀθάνατου Πινδάρου.»
ΔΕΡΜΕΝΤΖΟΓΛΟΥ ΒΑΣΙΛΗΣ